dormitar - ορισμός. Τι είναι το dormitar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dormitar - ορισμός


Dormitar      
v. i.
Dormir levemente.
Têr um somno rápido.
Fig.
Descansar.
(Lat. dormitare)
dormitar      
(lat dormitare) vtd e vint
1 Dormir levemente, a pequenos intervalos; cochilar: Dormitei um soninho gostoso. Gostava de dormitar após as refeições. vint
2 Estar em sossego, por instantes: Dormita a rua ao luar. vint
3 Atuar descuidadamente como se estivesse com sono: Grandes escritores dormitam às vezes.
dormitar      
v. (-1563 GOrta Cad Vi v)
1 int. estar em situação de sonolência, resistindo ao sono ou não conseguindo desfrutá-lo satisfatoriamente; cabecear, cochilar
brigava com o sono, dormitando durante a madrugada
2 int. repousar pouco ou espaçadamente no tempo, dormindo e acordando repetidas vezes e quase simultaneamente
dormitava durante a longa viagem
3 t.d. dormir (um sono, uma sesta etc.) ger. por um breve período
d. um sono reconfortante
4 int. encontrar-se sossegado, sem sobressaltos, sereno
a favela dormita tranqüila
-etim lat. dormíto,as,ávi,átum,áre v.freq. 'ter sono, adormecer, cochilar'; ver dorm-